- σημαντικός
- -ή, -ό / σημαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σημαίνω]αυτός που δηλώνει, που φανερώνει κάτι, που έχει μια ορισμένη σημασία (α. «ρήματα κινήσεως σημαντικά» β. «ὄνομά ἐστι φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου», Αριστοτ.γ. «δυνάμεως δὲ σημαντικὸν τὸ κέρας», Κύριλλ.)νεοελλ.1. αυτός που έχει μεγάλη σημασία, μεγάλη σπουδαιότητα, αξιόλογος, αξιοσημείωτος (α. «σημαντικός παράγοντας» β. «σημαντική εξέλιξη» γ. «σημαντικά κέρδη»)2. το θηλ. ως ουσ. η σημαντικήη σημασιολογίαμσν.-αρχ.1. αυτός που παρέχει ενδείξεις, που βοηθάει στην πρόβλεψη (α. «σημαντικὰ ὄρη» — τα βουνά που παρέχουν ενδείξεις για την πρόβλεψη τού καιρού, Θεόφρ.β. [για τα άστρα] «οὐκ αἴτια γενέσεως, σημαντικὰ δὲ τῶν γινομένων», Ωριγ.)2. σημάδι, σύμπτωμα νόσου («σημαντικὸς παρωτίδων» — δηλωτικός παρωτίτιδας, Γαλ.)αρχ.(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σημαντικάτα συμπτώματα τών νόσων.επίρρ...σημαντικά / σημαντικῶς ΝΜΑνεοελλ.κατά τρόπο σημαντικό, αξιοσημείωτα, σοβαρά, σε αρκετό βαθμό («τα έσοδα αυξήθηκαν σημαντικά»)μσν.-αρχ.κατά τρόπο δηλωτικό, ενδεικτικώς.
Dictionary of Greek. 2013.